φιλελληνικός

φιλελληνικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους φιλέλληνες ή στον φιλελληνισμό
2. αυτός που υποστηρίζει τα συμφέροντα και τα δίκαια τών Ελλήνων («φιλελληνική πολιτική»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλέλληνας + κατάλ. -ικός. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1825 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φιλελληνικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται στο φιλέλληνα ή το φιλελληνισμό (βλ. λ.). 2. αυτός που εξυπηρετεί τα δίκαια της Ελλάδας: Φιλελληνική πολιτική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλελληνικότητα — η, Ν η ιδιότητα τού φιλέλληνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλελληνικός. Η λ., στον λόγιο τ. φιλελληνικότης, μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”